- αγρονομικός
- -ή, -ό [αγρονόμος]αυτός που αναφέρεται στην αγρονομία ή στο αξίωμα και στη δικαιοδοσία τού αγρονόμου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγρονομικός — ή, ό αυτός που σχετίζεται με την αγρονομία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγρονόμος — (I) ο, (Α ἀγρονόμος) νεοελλ. 1. επιστήμονας καλλιεργητής που ασχολείται με τις μεθόδους τής προσφορότερης εκμετάλλευσης τών αγρών 2. υπαλληλικός βαθμός στην αγροφυλακή αρχ. μέλος αρχής επιφορτισμένης με την τήρηση τής τάξης στην ύπαιθρο. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek